γρυμαία

γρυμαία
γρυμέα η
1) вещевой мешок, ранец; саквояж; 2) торба (конская)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γρυμαία" в других словарях:

  • γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»